- καλοθύμητος
- -η, -ο [καλοθυμούμαι] (Μ καλοθύμητος, -ον)αυτός τον οποίο θυμάται και αναπολεί κάποιος ευχάριστα («καλοθύμητη γνωριμία»)νεοελλ.αυτός τον οποίο θυμάται κάποιος εύκολα και ζωηρά εξαιτίας σημαντικού ή ευχάριστου γεγονότος, ευκολοθύμητος («καλοθύμητη μέρα»).
Dictionary of Greek. 2013.